εξαγιασμός

εξαγιασμός
ο
1. ο καθαγιασμός, η καθαγίαση.
2. μτφ., ο εξαγνισμός.
3. η καθιέρωση χώρου ως ιερού, η αφιέρωσή του σε θεό ή άγιο ή ναό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαγιασμός — ο 1. μεταβολή ανθρώπου ή πράγματος σε άγιο, εξαγίαση, αγιοποίηση, καθαγίαση, εξαγνισμός 2. καθιέρωση, μεταβολή ενός τόπου σε ιερό, αφιέρωση ενός χώρου σε άγιο, στον θεό ή σε ναό …   Dictionary of Greek

  • ευλόγηση — η (Μ εὐλόγησις) [εὐλογώ] η ευλογία που τελείται από ιερέα, ο αγιασμός, ο εξαγιασμός μσν. η τελετή τού γάμου, η στέψη …   Dictionary of Greek

  • καθαγίαση — η καθαγιασμός, εξαγιασμός: Μια φορά το χρόνο κάνουμε καθαγίαση του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”